- καλαϊδίζω
- βλ. καλαϊντίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαϊντίζω — και καλαϊδίζω και καλαϊλαδίζω [καλάι] κασσιτερώνω, γανώνω, καλύπτω με κασσίτερο την, εσωτερική κυρίως, επιφάνεια διαφόρων μαγειρικών σκευών … Dictionary of Greek